- σημειωτέος
- -α, -ο / σημειωτέος, -α, -ον, ΝΜΑαυτός που πρέπει να σημειωθείνεοελλ.1. συνεκδ. αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος («σημειωτέα βελτίωση»)2. (το ουδ. στον λόγιο τ.) σημειωτέον πρέπει να σημειωθεί, να ληφθεί υπ' όψιν.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημειῶ, -ώνω + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. διαιρε-τέος)].
Dictionary of Greek. 2013.